Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Posted by Σ. Ιντζές | #

Alberto Girri
Άσμα ερωτικό

Εδώ κείμαι με τη σκέψη μου σε σένα:
Η κηλίδα του έρωτα
απλώνεται πάνω απ’ τον κόσμο!
Κίτρινη, κίτρινη, κίτρινη
ροκανίζει τα φύλλα,
αλείφει με ζαφορά
τα κερασφόρα κλαδιά που γέρνουν
βαριά
κόντρα σ’ έναν λείο, πορφυρό ουρανό.
Δεν υπάρχει φως,
μόνο μια παχύρευστη κηλίδα μελιού
που σταλάζει από φύλλο σε φύλλο
κι από κλαδί σε κλαδί
θαμπώνοντας τα χρώματα
ολόκληρου του κόσμου •
εσύ πέρα 'κει μακριά
κάτω απ' της δύσης το κόκκινο κρασί !

(μετάφραση: Στέργιος Απ. Ντέρτσας)

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Posted by Σ. Ιντζές | #
 
Valeria Tentoni
Μέσα στο ψυγείο πάντα είναι μέρα
 
μετάφραση: Στάθης Ιντζές


Τα πράγματα που βρίσκονται εδώ δε διαμαρτύρονται, δεν απαιτούν από κανέναν θεό
να σβήσει το φως. Περιμένουν τη σειρά τους.
Μερικά υποτάσσονται, αλλά παραμένουν ως έχουν.
Θα ήθελα να είμαι το μπουκάλι της Κόκα-κόλα
που γεμίζω με το νερό της βρύσης. Κάτι που να αποδέχεται τη μοίρα του
χωρίς φασαρία.

Ζω πάνω από ένα κινέζικο σουπερ-μάρετ.
Τις προάλλες κρέμασα ένα παντελόνι από το παράθυρο
και το πήρε ο άνεμος. Έπρεπε να κατέβω, έπρεπε να τους ζητήσω την άδεια.
Με άφησαν να μπω στην αποθήκη: ήταν σαν να φτάνεις
σ’ ένα δοχείο με χρυσούς κόκκους στο τέλος του ουρανίου τόξου.
Για πολύ καιρό νόμιζα ότι εκείνος ο ήχος προερχόταν από τον φούρνο
που βρίσκεται στο μέσο του τετραγώνου. Αποδείχθηκε πως όχι,
ότι ερχόταν από τους κινέζους.
Υπάρχει μια τεράστια μηχανή που χρησιμοποιούν για να καθαρίσουν τα εμπορεύματά τους.

Τα πράγματα που βρίσκονται εδώ δε διαμαρτύρονται, δεν απαιτούν από κανέναν θεό
να κάνει ησυχία.

Ό,τι λάμπει είναι δορυφόρος κάποιου αδιαφανούς αστέρα.
Κάποια μέρα εκείνο τ’ άστρο θα πάψει να υπάρχει
πριν πάψουν οι ακτίνες του.


από το βιβλίο Antitierra
(Libros del Pez Espiral, Santiago de Chile, 2014)



Βιογραφικό:
Η Βαλέρια Τεντόνι (Μπαΐα Μπλάνκα, Αργεντινή, 1985) είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει εκδόσει τα ποιητικά βιβλία Batalla sonora (Manual Ediciones, 2009), Ajuar (1º Premio Concurso Editorial Ruinas Circulares, 2011) και Antitierra (Libros del pez espiral, 2014), όπως και τη συλλογή διηγημάτων El sistema del silencio (17 Grises, 2012). Συμμετείχε ως σεναριογράφος στην ταινία El abrigo del viento της Romina Haurie (Lupa Productora, 2013). Συμπεριλήφθηκε σε διάφορες ανθολογίες όπως η Voces -30 de jóvenes narradores latinoamericanos (Ebooks Patagonia, 2014) και η Penúltimos. 33 poetas de Argentina 1965-1985 (UNAM, 2014).

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Posted by Σ. Ιντζές | #
JORGE LUIS BORGES (Argentina, 1899-1986)

ΙΣΛΑΝΔΙΑ

Τι ευτυχία για τους ανθρώπους όλους,
Ισλανδία των θαλασσών, που υπάρχεις.
Ισλανδία του σιωπηλού χιονιού και του κοχλάζοντος ύδατος.
Ισλανδία της νύχτας που γέρνει
πάνω στην αγρύπνια και στο όνειρο.
Νησί της λευκής ημέρας που επιστρέφει,
νέα και θνητή όπως ο Baldr.
Κρύο ρόδο, νήσος μυστική,
που υπήρξες της Γερμανίας η μνήμη
και έσωσες για χάρη μας,
τη σβησμένη, θαμμένη μυθολογία της,
το δαχτυλίδι που γεννά εννιά δαχτυλίδια,
τους πανύψηλους λύκους της χαλύβδινης ζούγκλας
που θα καταβροχθίσουν τη σελήνη και τον ήλιο,
το σκάφος που Κάποιος ή Κάτι ναυπηγεί
με των νεκρών τα νύχια.
Ισλανδία των κρατήρων που προσμένουν
και των ήσυχων ποιμνιοστασίων.
Ισλανδία των ακίνητων απογευμάτων
και των ρωμαλέων ανδρών
που τώρα είναι ναύτες, βαρκάρηδες και ιερείς
και που χθες ανακαλύψανε μια ήπειρο.
Νησί των αλόγων με τις μακριές χαίτες
που γεννούν πάνω στο χόρτο και τη λάβα,
νησί του γεμάτου νομίσματα νερού
και της ακόρεστης ελπίδας.
Ισλανδία των σπαθιών και της παλιάς σκανδιναβικής γραφής,
Ισλανδία της μεγάλης κοίλης μνήμης
που δεν είναι μια νοσταλγία.

(μτφρση: Στέργιος Ντέρτσας)

*

Islandia
Qué dicha para todos los hombres,
Islandia de los mares, que existas.
Islandia de la nieve silenciosa y del agua ferviente.
Islandia de la noche que se aboveda
Sobre la vigilia y el sueño.
Isla del día blanco que regresa,
Joven y mortal como Baldr.
Fría rosa, isla secreta
Que fuiste la memoria de Germania
Y salvaste para nosotros
Su apagada, enterrada mitología,
El anillo que engendra nueve anillos,
Los altos lobos de la selva de hierro
Que devorarán la luna y el sol,
La nave que Algo o Alguien construye
Con uñas de los muertos.
Islandia de los cráteres que esperan,
Y de las tranquilas majadas.
Islandia de las tardes inmóviles
Y de los hombres fuertes
Que son ahora marineros y barqueros y párrocos
Y que ayer descubrieron un continente.
Isla de los caballos de larga crin
Que engendran sobre el pasto y la lava,
Isla del agua llena de monedas
Y de no saciada esperanza.
Islandia de la espada y de la runa,
Islandia de la gran memoria cóncava
Que no es una nostalgia.

Posted by Σ. Ιντζές | #
 (Olga Orozco, Argentina 1920-1999)

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Χρόνε:
Ντύθηκες το φαγωμένο δέρμα του τελευταίου προφήτη,
ξόδεψες το πρόσωπο σου ως την πιο ακραία χλομάδα,
έβαλες το στέμμα από σπασμένους καθρέφτες και βροχερά κουρέλια,
και ψέλνεις τώρα το τραύλισμα του μέλλοντος με τις ξεθαμμένες μελωδίες
αλλοτινών εποχών,
ενώ πλανιέσαι, με την μορφή ίσκιων, στους πεινασμένους σωρούς της σκουριάς
σαν τους τρελούς βασιλιάδες.
Δεν με νοιάζουν πια καθόλου όλα τα παραληρήματα, ανολοκλήρωτου φαντάσματος,
οικοδεσπότη μίζερε.
Μπορείς να ροκανίσεις τα οστά των μεγάλων υποσχέσεων στους κατεστραμμένους
τύμβους σου
ή να γευτείς τον αψύ ζωμό που αναδίδουν οι αποκεφαλισμοί.
Κι ακόμη δεν θα είναι αρκετό
μέχρι να καταβροχθίσεις το τελικό άλεσμα με την κομψότητα του Γκόγια.
Ποτέ δεν συγχρονιστήκανε τα βήματα μας σε τούτους τους
διασταυρούμενους λαβυρίνθους.
Ούτε καν στην αρχή όταν με οδηγούσες από το χέρι στο μαγεμένο δάσος
και με υποχρέωνες να τρέχω χωρίς ανάσα πίσω από κείνον τον άφταστο πύργο
ή να ανακαλύπτω πάντα την ίδια αμυγδαλιά με τη σκοτεινή γεύση της
από φόβο και αθωότητα.
Ω, το γαλάζιο σου φτέρωμα λάμποντας μέσα στα κλαδιά!
Να σε βαλσαμώσω δεν μπόρεσα ούτε κατόρθωσα να βγάλω την καρδιά σου
σαν να ‘τανε ένα μήλο χρυσό.
Πάρα πολύ βιαστικός,
ύστερα γίνηκες το μαστίγιο που προτρέπει,
ο βασιλικός αμαξάς που με συνθλίβει μέσα στα πόδια των αλόγων του.
Πάρα πολύ αργός,
με καταδίκασες να είμαι ο αγνοούμενος όμηρος,
ένα θύμα θαμμένο ως τους ώμους στην άμμο των αιώνων.
Κάποιες φορές παλέψαμε σώμα με σώμα.
Διεκδικήσαμε σαν άγρια θηρία κάθε μερίδα αγάπης,
κάθε συμφωνία που υπογράφηκε με το μελάνι που έπηξες
σε κάποια στιγμιαία αιωνιότητα,
κάθε σμιλεμένο πρόσωπο στην αστάθεια των ταξιδιάρικων νεφών,
κάθε σπίτι υψωμένο στο ανεπίστρεπτο ρεύμα.
Κατάφερες να λεηλατήσεις ένα ένα ετούτα τα κομματάκια
των ναών μου.
Μην αδειάζεις τον σάκο.
Μην επιδεικνύεις τα τρόπαια σου.
Μην ιστορείς ξανά τους άθλους σου, ξεδιάντροπου μονομάχου,
στις υπερμεγέθεις γαλαρίες του αντίλαλου.
Ούτε κι εγώ σου παραχώρησα καμιά ανακωχή.
Βίασα τα αγάλματα σου.
Παραβίασα τις κλειδαριές σου κι ανέβηκα στις σιταποθήκες
που ονομάζουν μέλλον.
Έφτιαξα μια μονάχα φωτιά με όλες σου τις εποχές.
Σε αντέστρεψα σαν τα κακά μάγια που λύνονται,
ή ανακάτεψα τα διαστήματα σου σαν αναγραμματισμό που
μεταβάλλει την τάξη και αλλάζει το νόημα.
Σε έφερα στο μέγεθος μιας ακίνητης φυσαλίδας, θαμπής,
φυλακισμένης στους γυάλινους ουρανούς μου.
Τέντωσα το ζαρωμένο δέρμα σου σε λεύγες μνήμης
μέχρι που το άφησαν διάτρητο οι ωχρές τρύπες της λήθης.
Ένα χτύπημα των ζαριών σε έκανε να διστάσεις πάνω στο απέραντο κενό
μεταξύ δύο ωρών.
Φτάσαμε μακριά σ’ αυτό το άγριο παιχνίδι στριμώχνοντας τη ψυχή μας.
Ξέρω πως ανάπαυση θα δεν υπάρξει
και δεν με διεγείρεις, όχι, αφήνοντας με να διεισδύσω στην ευχάριστη σκιά
των φυτικών σου εκατονταετιών,
αν και σε τίποτα δεν θα μου χρησιμέψει να είμαι σε άμυνα,
αν και στο τέλος παραμένεις όρθιος περιμένοντας την αμοιβή σου,
την άπληστη δωροδοκία που αποδίδουν προς τιμή σου
οι βραχνοί μηχανισμοί του θανάτου.
Και μη γράφεις πάνω στα λευκά σύνορα «ποτέ ξανά»
με το ανίδεο χέρι σου
σαν να ήσουν του Θεού θεός,
ένας πρώην φρουρός, αφέντης του ίδιου σου του εαυτού σου σε ένα άλλο εσύ
που ξεχειλίζει σκοτάδια.
Πιθανόν μόλις που είσαι η πιο άπιστη σκιά κάποιου από τα σκυλιά σου.

Posted by Σ. Ιντζές | #

Roberto Juarroz (Argentina, 1925-1995)
CUARTA POESÍA VERTICAL
24. 

Εάν γνωρίζαμε το σημείο όπου θα έσπαγε κάτι,
όπου θα κοβότανε το νήμα των φιλιών
όπου ένα βλέμμα θα έπαυε να συναντιέται μ’ ένα άλλο βλέμμα,
όπου η καρδιά θα έδινε ένα σάλτο προς άλλο τόπο,
θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα άλλο σημείο πάνω στο σημείο αυτό
ή τουλάχιστον θα του κρατούσαμε συντροφιά καθώς θα τσακιζόταν.

Εάν γνωρίζαμε το σημείο όπου κάτι θα γινότανε ένα με κάτι άλλο,
όπου η έρημος θα συναντούσε τη βροχή,
όπου η αγκαλιά θα αγγιχτεί με τη ζωή,
όπου ο θάνατος μου θα ζύγωνε στον δικό σου,
θα μπορούσαμε να ξετυλίξουμε το σημείο αυτό σαν μια σερπαντίνα
ή τουλάχιστον να του τραγουδήσουμε μέχρι να πεθάνουμε.
Εάν ξέραμε το σημείο όπου κάτι θα είναι πάντα κάτι,
όπου το οστό δεν θα λησμονά τη σάρκα,
όπου η πηγή είναι μητέρα μιας άλλης πηγής,
όπου το παρελθόν ποτέ δεν θα ‘ναι παρελθόν,
θα μπορούσαμε ν’ αφήσουμε μονάχα το σημείο αυτό
και να σβήσουμε όλα τα άλλα
ή να το φυλάξουμε έστω
σε ένα μέρος πιο σίγουρο.

(Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας)

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Posted by Σ. Ιντζές | #
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα
Ανθολόγηση-Μτφρ. Δ. Καλοκύρη, εκδ. Πατάκη, 2014, σελίδες 304

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ 
αναδημοσίευση από το
λογοτεχνικό περιοδικό "Νησίδες"
περιοδικό τέχνης και λόγου
Χειμωνας 2014-2015

γράφει η Αγγελική Βασιλοπούλου

Όταν ο Μπόρχες έλεγε πως ‘η δουλειά του θα έχει ξεχαστεί μετά από 100 χρόνια’ γνώριζε κάπου πως έλεγε ψέματα ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε. Ακόμα και ο πιο ταπεινός ποιητής επιθυμεί να διαβασθεί το έργο του από έναν κάποιο. ‘Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δεν θα έλεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία’, είχε πει. Και το απέδειξε όντας πολυγραφότατος. Αυτή η ταύτιση του συγγραφέως με το ίδιο το αντικείμενο του πόθου του, δηλαδή τη συγγραφή, φανερώνει, αν όχι προδίδει, στοιχεία της προσωπικότητας, αλλά και του τρόπου με τον οποίο ο Μπόρχες φαίνεται να λειτουργούσε τόσο στη ζωή όσο και στη γραφή του.
Αν πράγματι η ταύτιση με τις ιδέες ή τους ήρωες που περιγράφει ή τους αντικατοπτρισμούς του ίδιου του εαυτού του, είναι ο τρόπος βάσει του οποίου ο ποιητής δρούσε, τότε θα έλεγε κανείς, έχουμε να κάνουμε με μια πολυσχιδή προσωπικότητα που επιδιώκει μια μέθεξη ιδεών, αλλά και προσώπων. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Αχ. Κυριακίδης ‘όταν διαβάζεις, μεταφράζεις, εκδίδεις τα Άπαντα του Μπόρχες, δεν επικοινωνείς απλώς με ένα έργο ζωής, αλλά με ένα έργο-ζωή, αισθάνεσαι ότι εισδύεις σε έναν κόσμο που σου φαίνεται ανοίκεια οικείος᾿.
Στον τόμο με την ανθολογία των ποιημάτων του παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά όλα σχεδόν τα ποιήματα από τα βιβλία του, πολλά εξ αυτών έμμετρα. Για να μπορέσει κανείς να εξετάσει τόσο τη δομή όσο και το περιεχόμενο των ποιημάτων του Μπόρχες θα πρέπει να γνωρίζει το βίο του. Εκείνον προ και εκείνον μετά την τύφλωση. 

Ι.
Η ποίηση των γρίφων 

    Διαβάζοντας τα ποιήματα του Λ. Μπόρχες και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί καθηλώνοντας τον αναγνώστη να μεταβεί στον επόμενο στίχο κι από κει στον μεθεπόμενο, κατανοώ την εσκεμμένη ή μη χρήση των λέξεων. Και πώς άλλωστε θα εκφράσεις ποιητικά μια ιδέα ή τα υποπροϊόντα μιας ιδέας, αν δεν κάνεις χρήση της κατάλληλης λέξης ή εκείνης της λέξης που θα εμποτίσει το ποίημα με άλλες ιδέες περιπλέκοντάς τις στο σχήμα ενός όλου; Οι αινιγματικές φράσεις ή λέξεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι τόσο σημαντικές για τη ροή του λόγου όσο και για τη νοηματοδότηση των λοιπών λέξεων. Το ποίημα Εσύ αμέσως μας μυεί στην δισυπόστατη σημασία και ερμηνεία των λέξεων:

‘Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη. Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδινό σου όνειρο. […]Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά ή στην κρεβατοκάμαρα της ρουτίνας και των ερώτων .
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο’.

    O ‘πάντα μόνος άνθρωπος’ είναι άραγε όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, όσοι αισθάνονται μόνοι κι έρημοι ή όσοι βιώνουν το σκληρό τίμημα της αποξένωσης; Mήπως ο Μπόρχες εξαπατούσε, ίσως άθελά του, τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να πιστέψει πως έχει ανακαλύψει την πραγματική απάντηση στα ερωτήματα που θέτει; Καθώς, όταν περνάς ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου γράφοντας, αναλύοντας, ανακαλύπτοντας νέους τόπους (που δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορείς να δεις με τα μάτια σου) είτε δεν έχεις να προσφέρεις νέες αποκαλύψεις είτε προσπαθείς απλώς να το απολαύσεις. Και εδώ τίθεται ένα σοβαρό θέμα περί της ηθικής της ποίησης, αλλά και των ίδιων των ποιητών. Ο Μπόρχες είχε δηλώσει πως ‘ζει για τη λογοτεχνία και την ηθική᾿. Το να ζεις ηθικά είναι δύσκολο. Όμως ένα πειστικό μέσο της ποίησης στο να ξορκίσει αυτή τη δυσκολία είναι η φαντασία. Στο Βιβλίο των Φανταστικών όντων (μτφρ. Γ. Βέη, εκδ. Libro, Αθήνα 1983) αναφέρει στον πρόλογο την εξής απίθανη φράση, η οποία στοιχειώνει όλο το ποιητικό του έργο: 

‘Αγνοούμε τη σημασία του δράκοντα, όπως αγνοούμε και τη σημασία του σύμπαντος, αλλά υπάρχει κάτι στην εικόνα του δράκοντα, που εξάπτει τη φαντασία του ανθρώπου και σ’ αυτό οφείλεται η εμφάνισή του σε διάφορους τόπους και περιόδους’.

    Το στοιχείο, λοιπόν, της φαντασίας συγκερασμένο με εκείνο μιας ιδιότυπης ποιητικής ηθικής (της ηδονής) και ενός αινιγματικού γλωσσικού πλαισίου, χαρακτηρίζουν σύνολη την ποίηση του Χ. Λ. Μπόρχες. Τα τρία αυτά στοιχεία συνυφαίνονται μέσα στο χρόνο και εκφράζονται διά μέσου της ποίησής του. Κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με μια σελίδα, βρίσκει τον εαυτό του. Προκαλεί το παρελθόν το δικό του ή άλλων και θέτει στο χαρτί τις αμφιβολίες και τα βάσανά του. Πολλές φορές ο ποιητής χρειάζεται να γράψει μερικές χιλιάδες λέξεις για να ανακαλύψει ένα πρόβλημα και άλλες τόσες για να το λύσει.
    Ήταν η ποίηση πάθος για τον Μπόρχες; Σίγουρα, ναι. Ήταν χαρά; Η αισθητική με την οποία ξεδιπλώνει αργά και ρυθμικά τις σκέψεις του μέσα από τα ποιήματά του, οδηγεί και την ποίησή του. Η αινιγματική δε φύση των λέξεων που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του δίνει μορφή και χρώμα στις έννοιες, κάνοντάς τις κατανοητές στον αναγνώστη. Μια ποίηση αλλοδαπή και οικουμενική που αφορά όλους. Το μέσον της ποίησης αυτής δεν είναι άλλο από τη γλώσσα, η οποία δίνει την εντύπωση πολλές φορές πως είναι πέρα για πέρα αληθινή. Είναι όμως πράγματι έτσι; Mήπως παραμένει αινιγματική και νεφελώδης;
    Μια πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων του Μπόρχες δίνει αυτήν ακριβώς την εντύπωση. Too good to be true. Όχι ασφαλώς υπό μια κριτική στάση απέναντι στην ποίησή του, αλλά υπό μια εννοιολογική και ερμηνευτική βάση. Και εξηγούμαι. Οι αυταπάτες που μπορεί να δημιουργούνται μέσω των αισθήσεων, του ισχυρού αυτού όπλου της φαντασίας, δημιουργούν κάποιες φορές την πεποίθηση ή την εντύπωση πως τα πράγματα στο ποίημα ‘κάπως έτσι έχουν’. Κάτι τέτοιο δεν μεταφράζεται άλλως παρά ως σύγχυση των εννοιών ή σύγχυση του πραγματικού με το φανταστικό. Με άλλα λόγια, ένα δείγμα επιτυχημένης ποίησης, σαν αυτής του Μπόρχες, είναι η δημιουργία ενός τεχνάσματος στη μνήμη του αναγνώστη, το οποίο δημιουργείται κατά την ανάγνωση. Αυτό μπορεί να μεταφράζεται είτε ως απλή σύγχυση ανάμεσα στο πάθος που νιώθουμε κατά την ανάγνωση, είτε σε ένα πάθος που ανήκει στο παρελθόν και πλέον δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να βιωθεί ή έχει ξεπεραστεί. Έτσι ο Μπόρχες κάνει την ποίησή του αφενός αινιγματική και αφετέρου προσδίδει στον αναγνώστη μια νέα εμπειρία τη φορά. Κάθε ποίημα και μια διαφορετική εμπειρία. Αυτή που συνέβη, αυτή που συμβαίνει και αυτή που ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον. 


II.
H ποίηση του ανθρώπινου πόνου 

    Όπως μια ταινία έχει γρήγορη εναλλαγή των εικόνων, έτσι και στην ποίηση του Μπόρχες οι εικόνες γίνονται αισθητές στο συνειδητό μέσα από μια αναπαράσταση. Το συστατικό όμως που κάνει την ποίηση του Μπόρχες αγαπητή είναι αυτό του ανθρώπινου παράγοντα. Ο άνθρωπος είναι εθισμένος σχεδόν στον πόνο προτού καν υπάρξει. Ο Μπόρχες κατάφερε μέσα από προσωπικά βιώματα να απαλύνει τους δικούς του πόνους, αλλά και των συνανθρώπων του τεντώνοντας ευαίσθητες, συχνά εύθραυστες, χορδές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

‘Μέσα στο θάνατο να βλέπεις τον ύπνο• μέσα στο ηλιοβασίλεμα
Να βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι: τέτοια και η ποίηση,
Που είναι αθάνατη και φτωχή. Η ποίηση
Που ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν τη δύση…’

Μέσα από μια προσπάθεια να ορίσει την ποίηση, καταφεύγει σε ολοκληρωτικές εικόνες, όπως αυτή της αυγής και της δύσης ή του θανάτου. Λέξεις που είναι σύμφυτες με το συναίσθημα αντηχούν στα αυτιά του αναγνώστη γνώριμα. Ο Μπόρχες γίνεται οικείος. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά πως η ποίηση δεν ορίζεται ή είναι πολύ δύσκολο να ορισθεί. Δεν ορίζεται μέσω ενός στερεοτυπικού ορισμού, ενός μοτίβου, ενός αλγορίθμου ή μιας φιλοσοφικής ή θεατρικής quotas. Έτσι τη συμβολοποιεί μέσω των εικόνων και με προσεκτικά παραδείγματα μέσα από τη ζωή. Γνωρίζει επίσης πως ο θάνατος ή η αυγή δεν είναι προσδιοριστικές έννοιες της ποίησης, αλλά μάλλον ενεργήματα που υπενθυμίζουν στον αναγνώστη από πού προήλθε. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως συναισθηματική επίκληση πράγμα το οποίο δεν είναι. Αντιθέτως, είναι μια δυνατότητα (ή μια αδυναμία) να εκφρασθεί ο ανθρώπινος πόνος μέσω της ποίησης. Είναι ακόμη μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την αμηχανία του μπροστά σε δισεπίλυτα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης ή ένας τρόπος να ‘τελειώνει’ με τα δύσκολα της ζωής χρησιμοποιώντας στη θέση τους κάτι δύσκολο π.χ τη ζωή ή το θάνατο.
    Τέτοια ερωτήματα φέρνουν τον αναγνώστη του ποιητή σε άλλα περαιτέρω ερωτήματα: Τί είναι τελικώς ευτυχία; Γιατί πονάμε και γιατί χαιρόμαστε με το ίδιο πάθος; Γιατί είμαστε άλλοτε παρόντες και άλλοτε απόντες;

Η Αυτοκτονία

‘Ούτε ένα αστέρι δεν θα υπάρχει στον ουρανό
Η νύχτα δεν θα μείνει
Θα πεθάνω, και μαζί μου,
το βάρος του ανυπόφορου  πλανήτη
Θα εξαλείψω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα
Θα σβήσω το συσσωρευμένο παρελθόν
Θα φτιάξω σκόνη από την ιστορία, σκόνη απ’ την σκόνη
Τώρα κοιτάζω το στερνό ηλιοβασίλεμα
Κληροδοτώ την ανυπαρξία στον κανένα’.

O Mπόρχες απελπίζεται και μιλά για ένα μελετημένο τέλος και, μαζί με αυτό, μιλά για τις ανησυχίες του. Έχει την αλήθεια με το μέρος του και δεν είναι άλλη από την αλήθεια των ονείρων του. Ώσπου να καταλήξει να εφεύρει ανθρώπους σαν εκείνον, τυφλούς. 

Εγώ Είμαι

‘Εγώ είμαι αυτός που ξέρει τον εαυτό του όχι λιγότερο φιλάρεσκα
από εκείνον τον ματαιόδοξο παρατηρητή που στον καθρέφτη
από γυαλί και σιωπή ακολουθεί την αντανάκλαση
ή το σώμα (το ίδιο και το αυτό) του αδελφού του
Εγώ είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, εκείνος που γνωρίζει
πως δεν υπάρχει άλλη συγγνώμη ή εκδίκηση
από την διαφάνεια της λήθης. Κάποιος θεός έχει παραχωρήσει
αυτή την παράξενη λύση για όλα τα ανθρώπινα μίση.
Παρά τις πολλές μου υπέροχες περιπλανήσεις,
εγώ είμαι εκείνος που ποτέ δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει
τον λαβύρινθο του χρόνου, ενικό, πληθυντικό,
εξαντλητικό, παράξενο, μόνος του και του καθένα
Είμαι ο κανένας. Ποτέ δεν κράτησα σπαθί σε μάχη
Είμαι ηχώ, κενό, τίποτα’.

Λόγος προφητικός και επικίνδυνος που προκαλεί πόνο άμα τη αναγνώσει, αλλά και μια ενδόμυχη επιθυμία να αφοπλίσει τον άνθρωπο από τις μικρές και ευτελείς του επιδιώξεις, θυμίζοντάς του πόσο στ’ αλήθεια μικρός είναι.
    Αυτό είναι το χρυσάφι που κουβαλά η ποίηση του Μπόρχες. Το χάρισμα να μετατρέπει τη στάχτη σε χρυσό και το χρυσό σε στάχτη. Να εκμηδενίζει το πομπώδες και να στεφανώνει τη λεπτομέρεια. Ένας παραμυθάς αποφασισμένος να ταξιδέψει μαζί με τους συνεπιβάτες του, ακόμα κι αν εκείνοι τον μισούν.

----
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
S. Mualem, Borges and Plato: A Game with Shifting Mirrors, Iberoamericana, Madrid 2012.
J. Woscoboinik, The Secret of Borges, University Press of America, Washington 1998.
M. Stabb, Borges Revisited, Twayne Publishers, Boston 1991.
J. Rodríguez-Luis, The Contemporary Praxis of the Fantastic,  Garland, NY 1991.
R. Lima, ‘Borges and the Esoteric’, Crítica hispánica 15, Duquesne University 1993.

© 2014 by Angeliki Vasilopoulou. All rights reserved. No part of the documents or personal information may be reproduced or transmitted in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, recording, or otherwise, without prior written permission.