Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Posted by Σ. Ιντζές | #
 (Olga Orozco, Argentina 1920-1999)

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Χρόνε:
Ντύθηκες το φαγωμένο δέρμα του τελευταίου προφήτη,
ξόδεψες το πρόσωπο σου ως την πιο ακραία χλομάδα,
έβαλες το στέμμα από σπασμένους καθρέφτες και βροχερά κουρέλια,
και ψέλνεις τώρα το τραύλισμα του μέλλοντος με τις ξεθαμμένες μελωδίες
αλλοτινών εποχών,
ενώ πλανιέσαι, με την μορφή ίσκιων, στους πεινασμένους σωρούς της σκουριάς
σαν τους τρελούς βασιλιάδες.
Δεν με νοιάζουν πια καθόλου όλα τα παραληρήματα, ανολοκλήρωτου φαντάσματος,
οικοδεσπότη μίζερε.
Μπορείς να ροκανίσεις τα οστά των μεγάλων υποσχέσεων στους κατεστραμμένους
τύμβους σου
ή να γευτείς τον αψύ ζωμό που αναδίδουν οι αποκεφαλισμοί.
Κι ακόμη δεν θα είναι αρκετό
μέχρι να καταβροχθίσεις το τελικό άλεσμα με την κομψότητα του Γκόγια.
Ποτέ δεν συγχρονιστήκανε τα βήματα μας σε τούτους τους
διασταυρούμενους λαβυρίνθους.
Ούτε καν στην αρχή όταν με οδηγούσες από το χέρι στο μαγεμένο δάσος
και με υποχρέωνες να τρέχω χωρίς ανάσα πίσω από κείνον τον άφταστο πύργο
ή να ανακαλύπτω πάντα την ίδια αμυγδαλιά με τη σκοτεινή γεύση της
από φόβο και αθωότητα.
Ω, το γαλάζιο σου φτέρωμα λάμποντας μέσα στα κλαδιά!
Να σε βαλσαμώσω δεν μπόρεσα ούτε κατόρθωσα να βγάλω την καρδιά σου
σαν να ‘τανε ένα μήλο χρυσό.
Πάρα πολύ βιαστικός,
ύστερα γίνηκες το μαστίγιο που προτρέπει,
ο βασιλικός αμαξάς που με συνθλίβει μέσα στα πόδια των αλόγων του.
Πάρα πολύ αργός,
με καταδίκασες να είμαι ο αγνοούμενος όμηρος,
ένα θύμα θαμμένο ως τους ώμους στην άμμο των αιώνων.
Κάποιες φορές παλέψαμε σώμα με σώμα.
Διεκδικήσαμε σαν άγρια θηρία κάθε μερίδα αγάπης,
κάθε συμφωνία που υπογράφηκε με το μελάνι που έπηξες
σε κάποια στιγμιαία αιωνιότητα,
κάθε σμιλεμένο πρόσωπο στην αστάθεια των ταξιδιάρικων νεφών,
κάθε σπίτι υψωμένο στο ανεπίστρεπτο ρεύμα.
Κατάφερες να λεηλατήσεις ένα ένα ετούτα τα κομματάκια
των ναών μου.
Μην αδειάζεις τον σάκο.
Μην επιδεικνύεις τα τρόπαια σου.
Μην ιστορείς ξανά τους άθλους σου, ξεδιάντροπου μονομάχου,
στις υπερμεγέθεις γαλαρίες του αντίλαλου.
Ούτε κι εγώ σου παραχώρησα καμιά ανακωχή.
Βίασα τα αγάλματα σου.
Παραβίασα τις κλειδαριές σου κι ανέβηκα στις σιταποθήκες
που ονομάζουν μέλλον.
Έφτιαξα μια μονάχα φωτιά με όλες σου τις εποχές.
Σε αντέστρεψα σαν τα κακά μάγια που λύνονται,
ή ανακάτεψα τα διαστήματα σου σαν αναγραμματισμό που
μεταβάλλει την τάξη και αλλάζει το νόημα.
Σε έφερα στο μέγεθος μιας ακίνητης φυσαλίδας, θαμπής,
φυλακισμένης στους γυάλινους ουρανούς μου.
Τέντωσα το ζαρωμένο δέρμα σου σε λεύγες μνήμης
μέχρι που το άφησαν διάτρητο οι ωχρές τρύπες της λήθης.
Ένα χτύπημα των ζαριών σε έκανε να διστάσεις πάνω στο απέραντο κενό
μεταξύ δύο ωρών.
Φτάσαμε μακριά σ’ αυτό το άγριο παιχνίδι στριμώχνοντας τη ψυχή μας.
Ξέρω πως ανάπαυση θα δεν υπάρξει
και δεν με διεγείρεις, όχι, αφήνοντας με να διεισδύσω στην ευχάριστη σκιά
των φυτικών σου εκατονταετιών,
αν και σε τίποτα δεν θα μου χρησιμέψει να είμαι σε άμυνα,
αν και στο τέλος παραμένεις όρθιος περιμένοντας την αμοιβή σου,
την άπληστη δωροδοκία που αποδίδουν προς τιμή σου
οι βραχνοί μηχανισμοί του θανάτου.
Και μη γράφεις πάνω στα λευκά σύνορα «ποτέ ξανά»
με το ανίδεο χέρι σου
σαν να ήσουν του Θεού θεός,
ένας πρώην φρουρός, αφέντης του ίδιου σου του εαυτού σου σε ένα άλλο εσύ
που ξεχειλίζει σκοτάδια.
Πιθανόν μόλις που είσαι η πιο άπιστη σκιά κάποιου από τα σκυλιά σου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου